πινακογράφος

πινακογράφος
ὁ, Μ
1. αυτός που σχεδιάζει γεωγραφικούς χάρτες
2. αυτός που γράφει καταλόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πινακογράφων — πινακόγραφος map maker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • πινακογραφώ — έω, Μ [πινακογράφος] γράφω πάνω σε πίνακα, σε σανίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”